Ο τίτλος της επιφυλλίδας παραπέμπει πλαγίως στη γνωστή διάλεξη του βρετανού φυσικού και λογοτέχνη C.Ρ. Snow, το 1959, με την οποία ανέδειξε το χάσμα ανάμεσα σε δύο κουλτούρες: την ανθρωπιστική και τη θετικο-επιστημονική. Οι δυαδικές αντιθέσεις χρησιμοποιήθηκαν συχνά για την ερμηνεία ποικίλων πολιτισμικών φαινομένων και στην περίπτωση της Ελλάδας ξένοι περιηγητές και ανθρωπολόγοι πρόβαλαν τα δίπολα (τιμή-ντροπή, Ελληνας-Ρωμιός) ενώ πολιτικοί επιστήμονες επεσήμαναν τον πολιτισμικό της δυϊσμό και τις δύο συγκρουόμενες πολιτικές της κουλτούρες (τη «μεταρρυθμιστικήreformist» και την «παρωχημένηunderdog»). Καίτοι σήμερα, στην εποχή του μεταμοντέρνου συγκρητισμού, τα διπολικά σχήματα αμφισβητούνται για την απλουστευτική ισοπέδωση της υβριδικής δυναμικής, η εξηγητική τους γοητεία δεν υποχώρησε.
Παρά τις αδυναμίες τους ή τις τυχόν αντιρρήσεις μας, τέτοια δίπολα ενδεχομένως βοηθούν να δούμε όχι μόνο τις οικονομικές ή πολιτικές πτυχές της παρούσας κρίσης αλλά και την πολιτιστική της διάσταση, δεδομένου ότι ορισμένοι αναλυτές για να εξηγήσουν την έλλειψη οικονομικής ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου βασίστηκαν στη διαφορά του τρόπου ζωής Νοτίων και Βορείων, κωδικοποιημένη στην αντίθεση: κράτη του μεσημεριανού ύπνου και δημοκρατίες της μέθης (siesta states-drunken democracies). Δίπολα σαν αυτά παραπέμπουν σε ένα ευρωπαϊκό χάσμα που δεν είναι απλώς δημοσιονομικό αλλά βαθύτερα πολιτισμικό και νοοτροπιακό. Μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή τις πρόσφατες οργισμένες αντιδράσεις στους δρόμους της Αθήνας, ο αυστριακός ανταποκριτής στην Ελλάδα Γκύντερ Μύλερ έκανε την ακόλουθη σύγκριση: «Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς την κυβέρνησή τους. Μιλώντας με ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης και ηλικίας είδα δύο κοινά στοιχεία: κοινός θυμός και κοινή δυσπιστία προς την κυβέρνηση. Ισως αυτή είναι η βασική διαφορά των Ελλήνων από τους Αυστριακούς: οι Αυστριακοί εμπιστεύονται την πολιτική εξουσία και υποτάσσονται στις εκάστοτε επιταγές της».
Νομίζω ότι εδώ διαγράφεται η διαφορά ανάμεσα σε δύο κουλτούρες: την κουλτούρα της δυσπιστίας, της αγωνιστικότητας, της ανυπακοής και της εξέγερσης και την κουλτούρα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συναίνεσης (κάποιοι θα έλεγαν ίσως υπακοής ή και υποταγής). Η ελληνική κουλτούρα συνιστά το εμβληματικό άκρο της πρώτης, ενώ οι βορειοευρωπαϊκές κουλτούρες βρίσκονται στο αντίθετο άκρο, επιζητώντας τη συνδιαλλαγή, τη διαιτησία και τη συναίνεση. Αλλες μεσογειακές κουλτούρες (ιταλική, ισπανική αλλά και η γαλλική) κινούνται στο ενδιάμεσο αυτών των άκρων αλλά λόγω της ισχυρής παράδοσης κρατισμού κλίνουν ενίοτε προς το πρώτο.
Η αγωνιστική κουλτούρα βασίζεται στον θυμό και στο ρίσκο, ενώ αυτή της συναίνεσης στη θετική σκέψη (τον αγγλοσαξονικό νεολογισμό του «positive thinking») που αντιπροσωπεύει ένα είδος νοητικής πειθαρχίας και επιχειρεί να συγκαλύψει τις αιτίες ή να αμβλύνει την ένταση της όποιας δυσαρέσκειας. Η πρώτη βλέπει το κράτος αμφιθυμικά και αντιφατικά ως αρωγό και ως αντίπαλο του πολίτη, ως αστείρευτη πηγή θέσεων εργασίας και επιδομάτων αλλά και ως άτεγκτο φοροεισπράκτορα ή απρόσωπο και αφηρημένο θεσμικό όργανο, ενώ η δεύτερη προβάλλει την ιδέα της κοινωνίας όπου οι πολίτες αυτενεργούν, συνεργάζονται, είναι συνυπεύθυνοι, παίρνουν τις δικές τους πρωτοβουλίες, έχουν τις δικές τους οργανώσεις και δεν τα περιμένουν όλα από το κράτος (αυτή η αντίληψη εκφράστηκε στις τελευταίες εκλογές στη Βρετανία μέσω της ιδέας της «μεγάλης κοινωνίας»- big society- των συντηρητικών του Κάμερον). Δεν υπεισέρχομαι εδώ σε αξιολογήσεις των δύο στάσεων αλλά θέλω απλώς να δείξω αδρομερώς τις διαφορές τους.
Στην Ελλάδα η «αγωνιστική» κουλτούρα, που εκκολάφθηκε και θέριεψε μετά το 1974, προέκυψε ως ένα είδος εκτόνωσης από τη μετεμφυλιακή καταπίεση και νομίζω ότι είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα της μεταπολίτευσης. Σε αυτήν μπορούν να υπαχθούν ή να αποδοθούν φαινόμενα από την έξαρση της τρομοκρατίας και της διάχυτης ανυπακοής σε νόμους και κανόνες μέχρι την υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν κατόρθωσε να επιβάλει την απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους. Επομένως όσοι μιλούν για το τέλος της μεταπολίτευσης ή για μια νέα μεταπολίτευση (δημοσιονομική ή άλλης υφής) παραβλέπουν αυτή την «αγωνιστική» κουλτούρα της μεταπολίτευσης, η οποία όχι μόνο δεν δείχνει σημάδια ύφεσης αλλά ενισχύθηκε τον τελευταίο καιρό, απομακρύνοντας την Ελλάδα ακόμη περισσότερο από τις βορειοευρωπαϊκές αξίες της συναίνεσης. Δεν είναι όλα εν τέλει οικονομία και πολιτική αλλά, για να ερμηνευθούν ασυμβατότητες και αντιδράσεις, θα πρέπει να εγκύψουμε και στις ευρύτερες πολιτισμικές εξελίξεις της μεταπολίτευσης καθώς και στις νοοτροπιακές διαφορές στους κόλπους της Ευρώπης.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου