Χωρίς φωτιά καπνός δεν βγαίνει. Τη φωτιά την άναψε το ίδιο το κράτος, διά του απαγορευτικού νόμου καθολικής εφαρμογής, εξαιρουμένων των μπουζουκομάγαζων και των καζίνων, θέλοντας να γίνουμε καπνός και να βάλουμε την ουρά στα σκέλια. Το «απαγορεύεται» καταλύει την ελευθερία της έκφρασης και τη δυνατότητα την ατομική να «θέτει» ο καθένας, δηλαδή να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του, ακόμα κι όταν στρέφονται εναντίον του.
«Απαγορεύεται το "απαγορεύεται"» δεν ήταν ένα σύνθημα του Μάη του ‘68 γενικό και αφηρημένο. Εχει να κάνει με τη συνειδητότητα του κάθε ατόμου να πράττει ελεύθερα χωρίς να βλάπτει την ελευθερία του άλλου, του διπλανού του, και προπαντός να μην ανέχεται κηδεμόνες, προστάτες και σωτήρες εξουσιαστές. Το επιχείρημα για τους παθητικούς καπνιστές χρησιμοποιείται σκοπίμως, όπως κατά καιρούς χρησιμοποιείται το δίκαιο της σιωπηρής πλειοψηφίας. Το πρόβλημα μπορούν να το λύσουν οι άνθρωποι διά συνεννοήσεως και κατανοήσεως μέσα στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις και συναναστροφές. Μπορεί να υπάρξουν και μαγαζιά καπνιζόντων και μη καπνιζόντων. Πάντως, οι υστερίες των μεν και των δε βλάπτουν σοβαρά την κοινωνική και πολιτισμική μας υγεία. Η απαγόρευση οδηγεί στη γλύκα της παρανομίας. Η ποτοαπαγόρευση το έχει αποδείξει, καθώς και ο κατασταλτικός νόμος αντιμετώπισης των ναρκωτικών.