Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Η απόκτηση ευτυχίας στην εποχή του ΔΝΤ και της λιτότητας

The Observer

Το καινούργιο βιβλίο του Ματ Ρίντλεϊ «The Rational Optimist» («Ο ορθολογιστής αισιόδοξος») έρχεται, θα έλεγε κανείς, την ώρα που πιο πολύ το χρειαζόμαστε, εν μέσω πολέμων, λιμών, οικολογικής καταστροφής και, πιο κοντά σε μας, προβλέψεων για χρόνια οδύνης και στέρησης. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, μας λέει ο συγγραφέας. Αυτό ισχύει ακόμα και όσον αφορά τη διαρροή πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού. Οπως έχει ανακαλύψει το περιοδικό Planet BP, πίσω από τα καταστροφολογικά πρωτοσέλιδα υπάρχουν ενδείξεις για απρόσμενα ωφελήματα στην περιοχή. «Οι τοπικές επιχειρήσεις», αναφέρει, «ιδίως τα ξενοδοχεία, ευημερούν, γιατί έχουν έρθει εδώ πολλοί άνθρωποι από την BP και άλλες ομάδες ειδικών επείγουσας παρέμβασης για την αντιμετώπιση της διαρροής πετρελαίου».
 Να κι άλλη μια σκέψη βγαλμένη από το παρηγορητικό βιβλίο του Ρίντλεϊ: «Ο 21ος αιώνας θα είναι μια υπέροχη εποχή για να είσαι ζωντανός», λέει. Ενα μήνυμα που αξίζει να διαδοθεί και εκτός των πολιτιστικών σελίδων των εφημερίδων, από τους νεόπτωχους μέχρι τους νεαρούς πτυχιούχους που δεν βρίσκουν δουλειά: «Τόλμησε να είσαι αισιόδοξος». Ή, όπως το διατύπωσε κάποτε ο Ντέιβιντ Κάμερον: «Ας αφήσουμε το ηλιόφως να κερδίσει τη μέρα».


Είκοσι ταινίες που κάνουν τους άντρες να κλαίνε

Είναι, λοιπόν ψέματα ότι οι άνδρες δεν κλαίνε στις ταινίες. Κλαίνε και μάλιστα ακόμη και με... παιδικά κινούμενα σχέδια, όπως εξομολογούνται οι ίδιοι σε επιστολές τους. 

Με αφορμή την τεράστια συναισθηματική επίδραση που είχε η ταινία Toy Story 3 στους άνδρες, το BBC συνέλεξε μια σειρά από επιστολές ανδρών που παραδέχονται τις ταινίες που τους έκαναν να κλάψουν. Τι αγγίζει λοιπόν τις ευαίσθητες χορδές τους; Σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα, δεν έχει σημασία αν αποτελεί αισθηματική ταινία, περιπέτεια, θρίλερ ή κινουμένων σχεδίων αλλά η φιλία, η πατρότητα, η οικογένεια, ο έρωτας και η αφοσίωση είναι μερικά από τα ευαίσθητα σημεία τους.


Παρισινοί διάλογοι με τον Τσόμσκι



Ο αμερικανός γλωσσολόγος και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι βρέθηκε στο Παρίσι πρόσφατα και έδωσε αρκετές διαλέξεις, μία μεταξύ των οποίων έπειτα από πρόσκληση της «Monde diplomatique». Οι συζητήσεις που ακολούθησαν με το κοινό στις κατάμεστες αίθουσες έδωσαν τη δυνατότητα για πλούσια ανταλλαγή απόψεων πάνω στα ζητήματα της επικαιρότητας. Σήμερα παρουσιάζουμε μερικά αποσπάσματα από τις συζητήσεις αυτές. 

«Καλύτερος υπουργός Πολιτισμού; Ο Ζορμπάς»

Τον συναντούμε το χειμώνα στις θεατρικές αίθουσες αλλά και το καλοκαίρι στις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Είναι συνήθως μόνος και αδημονών γι' αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσει. Κάποιες φορές μάλιστα εκφράζει σιωπηρά τη δυσαρέσκειά του αποχωρώντας καταμεσής της παράστασης. 

Ο Γιώργος Βέλτσος δεν βλέπει μόνο θέατρο. Γράφει κιόλας, πέρα από ποίηση. Και τώρα έρχεται δριμύς με δύο έργα, «βελτσικά», δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς... Το πρώτο είναι ένας θεατρικός μονόλογος με τίτλο «Ρημάζει» (εκδόσεις Καστανιώτη-Διάττων), κείμενο συγγενές του μπεκετικού «Νο time», αλλά και τον «Θάλαμο» (εκδόσεις Αγρα), το οποίο ο Γιώργος Κουμεντάκης, ενθουσιασμένος από την πρώτη κιόλας ανάγνωσή του, θα ανεβάσει ως όπερα. Στριμώξαμε τον Γιώργο Βέλτσο μεταξύ Μυκόνου (απ' όπου κατάγεται) και Αθήνας. Μας αντιπρότεινε «να γράψει κάτι». Το αρνηθήκαμε, γιατί φοβηθήκαμε το χούι του: να γίνεται, αγνοώντας μερικές φορές το κοινό στο οποίο απευθύνεται, «δυσνόητος» έως παρεξηγήσεως... Με αυτό το θέμα άρχισε η κουβέντα μας.
«Αντίθετα, θεωρώ ότι η υπεραπλούστευση μπορεί να προσβάλλει το κοινό. Το "καταλαβαίνω" απαιτεί κι ένα μικρό, προσωπικό μόχθο από τον άλλον. Σας απαντώ ό,τι και στους φοιτητές μου: το ρήμα καταλαβαίνω σημαίνει "κατά τα άλλα βαίνω". Δηλώνει δηλαδή ένα βηματισμό της γνώσης. Κι όπως λέει ο Αρανίτσης, στο δικό σας ένθετο, ο περίπατος, το βάδισμα, είναι μια μορφή ανάγνωσης»...


«Ειλικρινά δικός σας, Τζορτζ Οργουελ»

Πριν από 60 χρόνια, στις 21 Ιανουαρίου 1950, πέθανε σε ένα νοσοκομείο του Λονδίνου ο Τζορτζ Οργουελ. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια επιστολή που έστειλε ο Οργουελ στον Ρίτσαρντ Ασμπορν, διευθυντή του μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Strand», ο οποίος του είχε προτείνει συνεργασία. Η επιστολή αυτή περιέχεται στο βιβλίο «Orwell: Α Life in Letters» (Harvill Secker, 2010).
Αγαπητέ κύριε Ασμπορν,
ευχαριστώ για την επιστολή σας της 22ας Αυγούστου. Θα προσπαθήσω να σας απαντήσω όσο καλύτερα μπορώ.
Γεννήθηκα το 1903 και σπούδασα στο Ιτον, όπου πήρα μιαν υποτροφία. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος της Κρατικής Διοίκησης της Ινδίας και η μητέρα μου καταγόταν από μιαν αγγλοϊνδική οικογένεια με δεσμούς κυρίως στη Βιρμανία. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, εργάστηκα για πέντε χρόνια στην Αυτοκρατορική Αστυνομία στη Βιρμανία, αλλά η εργασία αυτή δεν αντιστοιχούσε διόλου στις ικανότητές μου. Ετσι, υπέβαλα την παραίτησή μου, όταν ήρθα σπίτι μου με άδεια, το 1927. Ηθελα να γίνω συγγραφέας και έζησα το μεγαλύτερο μέρος των δύο επόμενων χρόνων στο Παρίσι, συντηρούμενος με τις αποταμιεύσεις μου, γράφοντας μυθιστορήματα που κανείς δεν θα εξέδιδε και τα οποία αργότερα κατέστρεψα. Οταν τέλειωσαν τα χρήματα, εργάστηκα για λίγο διάστημα πλένοντας πιάτα και έπειτα επέστρεψα στην Αγγλία, όπου έκανα μια σειρά κακοπληρωμένες εργασίες, όπως εκείνη του δασκάλου, με διαλείμματα ανεργίας και απελπιστικής φτώχειας. (Ηταν η περίοδος της οικονομικής ύφεσης). Ολα σχεδόν τα γεγονότα που περιγράφονται στο «Απένταρος στο Παρίσι και στο Λονδίνο» έχουν συμβεί πραγματικά, αλλά σε διαφορετικές στιγμές, και εγώ τα συνέδεσα για να δημιουργήσω μιαν ιστορία που θα λειτουργούσε. Εργάστηκα σε ένα βιβλιοπωλείο επί έναν περίπου χρόνο, στα 1934-1935, αλλά αποφάσισα να το αφηγηθώ μόνον στο «Ασε την ασπιδίστρα να ανεμίζει», για να δημιουργήσω ένα υπόβαθρο.