Γ. Β. Δερτιλής*
Το θέμα αυτό είναι οι δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις που έπληξαν στο παρελθόν την Ελλάδα. Η μία ξεκίνησε στον 19ο αιώνα και είχε επίκεντρο το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρ. Τρικούπη, το 1893.
Η δεύτερη ξεκίνησε το 1920 και κορυφώθηκε με τη διεθνή κρίση του 1929.Παράλληλα με την ιστορική αφήγηση και την ερμηνευτική επιχειρηματολογία, θα παραθέσω όπου χρειάζεται ορισμένες μαρτυρίες από πηγές του 19ουκαι του 20ού αιώνα, σύντομα κείμενα γραμμένα από ανθρώπους εκείνων των εποχών. Τις μαρτυρίες αυτές τις έχω καταγράψει σε διάφορα δημοσιεύματάμου εδώ και τριάντα χρόνια. Θα παραθέσω επίσης αποσπάσματα που έχω ο ίδιος γράψει στα ίδια αυτά δημοσιεύματα. Κάθε φορά που αναφέρω ένααπόσπασμα από δικά μου γραψίματα, θα το χρονολογώ.
Το ίδιο θα κάνω πριν ή μετά την κάθε μαρτυρία: θα καταγράφω τη χρονολογία της, καθώς και το έτος που τη δημοσίευσα, για να φαίνεται κάθε φορά αν και κατά πόσον διδάσκει τίποτε η καημένη η Ιστορία. Χρωστώ άλλωστε μια εξήγηση για τον τίτλο «Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και δεν διδάσκει ... ». Την έχω δημοσιεύσει προ 23 ετών και τηνπαραθέτω εδώ επί λέξει: Οι Έλληνες έχουμε βαθιά, αλλά κακή σχέση με την ιστορία. Μπορεί να φταίει η αλησμόνητη ταλαιπωρίατης μέσης εκπαίδευσης ή ο κορεσμός της προγονοπληξίας [... ή] ένα είδος οιδιποδείου συμπλέγματος απέναντι στουςαρχαίους ημών προγόνους. Από τη μια η έπαρση του περιουσίου λαού, από την άλλη τα συμπλέγματα τηςκακομοιριάς μπροστά στο αρχαιοελληνικό κλέος: δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η Ιστορία θεωρείται διδακτική επιστήμη· λεγεται ότι προϊδεάζει κάπως για το μέλλον, ή ότι βοηθεί νααποφεύγονται λάθη του παρελθόντος. Αυτή είναι, βεβαίως, η βάση του γνωστού μύθου: η Ιστορία που«επαναλαμβάνεται».
Στην πραγματικότητα, η ιστορία είναι ειρωνική· δείχνει να επαναλαμβάνεται, κρύβοντας τηνέκπληξη.Εννοώ εδώ, προφανώς, ότι η ιστορία είναι χαοτική διαδικασία· ακόμη και αυτά που φαίνονται αναλλοίωτα, διαβρώνονται συνεχώς και κάποτεαλλάζουν.Ωστόσο, υπάρχει και κάποιο ίχνος αλήθειας στον μύθο· υπάρχει μια διδακτική αξία στη γνώση της ιστορίας. Η ιστορία είναι ο μόνος τρόπος που έχει ο άνθρωπος για ν’αντιληφθεί τη δυναμική της κοινωνίας του: όχι το πώς επαναλαμβάνεται, αλλά το πώς αλλάζει.
Για τον άνθρωπο που ειναι και «ζώον πολιτικόν», η ιστορία είναι ένας οδηγός πολιτικής πράξης. Ο ανιστόρητος είναι συχνά και απολιτικός· και όταν ακόμη πολιτεύεται, η πολιτική τουπράξη είναι τυχάρπαστη. Σε μια ανιστόρητη κοινωνία, οι άνθρωποι διαβιούν σαν να παρασύρονται διαρκώς από ταγεγονότα, σαν να βρίσκονται διαρκώς μπροστά σε εκπλήξεις, σαν να μη μπορούν ποτέ να επηρεάσουν τις τύχες τους.Ο τόπος τους αλλάζει κι εκείνοι διαπιστώνουν εκ των υστέρων, έκπληκτοι, τις μεταβολές. Άλλωστε, η ιστορικήγνώση είναι για την κοινωνία ό,τι είναι η μνήμη για τον άνθρωπο. Η ανιστόρητη κοινωνία μοιάζει με άνθρωποαμνησιακό· και η κοινωνία που έχει διαστρεβλωμένη αντίληψη της ιστορίας της μοιάζει με άτομο ψυχοπαθές.περιγράφει ωραία το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα μας στις αρχές του 20ού αιώνα [όταν γράφει]:
Ένας όχλος χασομέρηδων, εξευτελισμένος από ανάξιους ή αδιάφορους άρχοντες, χαζεύει, χλευάζει, προπηλακίζει.Είναι ο κόσμος των ‘Ορεστειακών’ και των ‘Ευαγγελικών’, είναι ο ξεπεσμός».Είναι ο κόσμος και η εποχή –ας μου επιτραπεί να προσθέσω– του Μακεδονικού, του επεκτατισμού της Βουλγαρίας, της ήττας στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.Σε μια Ελλάδα ανιστόρητη και αμνησιακή, η Ιστορία δεν μπορεί να διδάξει τίποτε – ούτε καν το πώς μπορεί ν’αποφύγει τα σφάλματα του παρελθόντος για ν’αλλάξει το μέλλον της.
Το θέμα μας είναι, όπως είπαμε, οι δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις που έπληξαν στο παρελθόν την Ελλάδα (εξαιρώ τον υπερπληθωρισμό τηςναζιστικής κατοχής). Η πιο πρόσφατη ξεκίνησε το 1920, στην καμπή της μικρασιατικής εκστρατείας. Επηρεάστηκε βεβαίως, το 1929, από την κατάρρευσητων μεγάλων διεθνών χρηματιστηρίων· αλλά οξύνθηκε παράλληλα με την παγκόσμια ύφεση που ακολούθησε και κορυφώθηκε το 1933. Σε αυτήν τηνπερίοδο θα επανέλθω παρακάτω. Αλλά θα ξεκινήσω, φυσικά, με την κρίση της περιόδου 1885-1905· όχι μόνο επειδή προηγείται χρονικώς, αλλά και διότι θα μου επιτρέψει να δείξω τις γενικότερες συνθήκες που γέννησαν και που όξυναν τις κρίσεις στην Ελλάδα. Σημειώνω ότι οι συνθήκες αυτές δείχνουν σαν να«επαναλαμβάνονται» στη μακρά ιστορική διάρκεια, σαν να έχουν καταστεί οιονεί «σταθερές» της ελληνικής ιστορίας.
Η πρώτη κρίση διήρκεσε είκοσι χρόνια. Συνοψίζω την εξέλιξή της:
�� 1885-1898: υποτίμηση της δραχμής (έως ένα μέγιστο 45% το 1898).
�� 1893: παύση πληρωμών.
�� 1897: ελληνο-τουρκικός πόλεμος.
�� 1898: Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.
�� 1898 έως 1904: ανάκαμψη και επάνοδος της δραχμής στην ισοτιμία της.
Τί έφερε την υποτίμηση;
Το 1879 επετεύχθη επί τέλους ένας συμβιβασμός με τους παλαιούς ομολογιούχους των δανείων της Επανάστασης και τηςΑνεξαρτησίας. Έτσι έληξε το εμπάργκο που είχαν επιβάλει στην Ελλάδα οι διεθνείς χρηματαγορές. Έτσι, όμως, ξεκίνησε και μια νέα περίοδος υπερχρέωσηςτου κράτους. Το 1885 άρχισε η υποτίμηση της δραχμής. Πρωταρχικό αίτιο ήταν βεβαίως η υπερχρέωση. Συνέπεσε αφενός με την αύξηση των διοικητικών καικυρίως των στρατιωτικών δαπανών, αφετέρου με τη διεθνή ύφεση και τη μείωση των εξαγωγών της χώρας. Με τη βοήθεια των εγχωρίων και των ξένων κερδοσκόπων, η υποτίμηση οδήγησε το 1893 στην παύση πληρωμών - στο «δυστυχώς επτωχευσαμεν». Παραθέτω μια πρώτη μαρτυρία για την κερδοσκοπίακατά της δραχμής. Προέρχεται από την πρώτη, πολυσέλιδη έκθεση που γράφει για την ελληνική οικονομία το 1893 ο Εδουάρδος Λω, βρετανός αξιωματούχος, γνωστός φιλέλληνας (οδός Εδουάρδου Λώ).
Ο Λω θα οριστεί το 1898 πρώτος διευθυντής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου της ελληνικήςοικονομίας (ΔΟΕ). Την έκθεση αυτή τη δημοσίευσα και τη σχολίασα εκτενώς σε δημοσιεύματα του 1977 και του 1980. Έκτοτε έχει ξεχαστεί. Ιδού τί έγραφε ο Λω:
Τις ανάγκες του ελληνικού κράτους να προμηθευτεί συνάλλαγμα τις γνωρίζουν οι πάντες, πάντοτε και εκ τωνπροτέρων, και πάντοτε τις παριστάνουν μεγαλύτερες απ’ό,τι είναι· και μισή δωδεκάδα κερδοσκόποι είναι σε θέση να ελέγχουν αυθαιρέτως τις ισοτιμίες κι έτσι αρπάζουν την παραμικρή ευκαιρία για να κινήσουν την αγορά προς όφελόςτους και εις βάρος του Δημοσίου.Ποιοί άποτελούσαν τη «μισή δωδεκάδα»;
Ομογενείς κεφαλαιούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Διασποράς, με κορυφαίο τον ιδιοφυήΑνδρέα Συγγρό. Αυτοί συντόνιζαν ένα επιχειρηματικό και τραπεζικό ολιγοπώλιο που ήλεγχε την αγορά συναλλάγματος, καθώς και μεγάλο μέρος ολόκληρηςτης οικονομίας. Σε συνεχή διαμάχη αλλά και συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα, οι άνθρωποι αυτοί έπαιξαν στην αρχή το χαρτί της υποτίμησης και ενσυνεχεία της ανάρρωσης της δραχμής, κερδίζοντας αλλά και χάνοντας, πιθανότατατα, και στις δύο φάσεις των στοιχημάτων.
Ταυτοχρόνως, μάλιστα, οι ίδιοι άνθρωποι ήταν χορηγοί και ευεργέτες της χώρας τους, μεγάλοι ή μικροί. Επειδή οι άνθρωποι είναι τόσο αντιφατικοί όσο και η ιστορία τους, άρα και η ιστορία των κοινωνιών που οργανώνουν· και γι’αυτό ακριβώς η Ιστορία, όταν μπορούμε να δούμε το βάθος της, μας φαίνεται -και είναι- ειρωνική.Μετά την παύση πληρωμών, το 1893, ακολούθησε η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Οι οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της ήτταςαύξησαν το ποσοστό της υποτίμησης στο 42% και οδήγησαν το 1898 στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ). Από τότε άρχισε μια δύσκολη επταετήςανάρρωση, χάρη στις οικονομικές θυσίες των πολιτών και τις προσπάθειες όλων των κομμάτων. Ο ρόλος του ΔΟΕ αποδείχθηκε ευεργετικός. Το 1905 ηδραχμή επανήλθε σε πλήρη ισοτιμία με το χρυσό φράγκο.Ας δούμε τώρα, με περισσότερες λεπτομέρειες, πώς η χώρα έφτασε στη στάση πληρωμών. Κανονικά, οι κυβερνήσεις της εποχής έπρεπε να είχανλάβει μέτρα από τη στιγμή που είχε αρχίσει η υπερχρέωση, το 1882, ή έστω η υποτίμηση, το 1885. Έπρεπε ν’αρχίσουν να περιστέλουν τις δαπάνες καιν’αυξάνουν τους φόρους, εφόσον δεν είχε ακόμη εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού, ιδίως των ευποροτέρων. Η πρακτική τους ήταν ηαντίθετη. Οι δαπάνες αυξάνονταν πολύ και οι άμεσοι φόροι σχεδόν καθόλου.
Το 1885, η κυβέρνηση συνέχισε να υπερχρεώνεται χωρίς να συμμαζεύει τις δαπάνες, η δε δημόσια διοίκηση συνέχισε να αμελεί τη διαχείριση τωνδανείων και να αφήνει τα δανεικά κεφάλαια αχρησιμοποίητα επί μήνες ή και επί έτη μετά την είσπραξή τους από τους δανειστές, ενώ οι τόκοι έτρεχαν. Μεαυτήν τη διάγνωση συμφωνούσαν τόσο η βρετανική πρεσβεία, όσο και ο υποδιοικητής της Εθνικής (που ήταν τότε μια οιονεί κεντρική τράπεζα). Ήδη από το1883, η διπλωματική έκθεση για την ελληνική οικονομία ήταν απαισιόδοξη για τη δημοσιονομική εξέλιξη. Τον επόμενο χρόνο, άλλος διπλωμάτης έγραφε ότι,παρά την υπερχρέωση του Δημοσίου, η ελαστικότητα των εσόδων του προϋπολογισμού επέτρεπε αισιοδοξία, αλλά υπό τον όρο να επιβληθούν νέοι φόροι,αφού η οικονομία είχε φοροδοτική ικανότητα. Τα φορολογικά μέτρα θα ήταν μάλιστα όχι μόνο απαραίτητα αλλά και ανεπαρκή από μόνα τους. Γιαν’αποδώσουν, έπρεπε να συνδυαστούν με ταχύτατη και ουσιαστική αξιοποίηση των δανείων. Μόνο ένας τέτοιος συνδυασμός θα κατεύναζε εγκαίρως τιςκερδοσκοπικές κινήσεις, επιθετικές ή αμυντικές.Οι οικονομολόγοι της εποχής και πολλοί διακεκριμένοι πολίτες διέκριναν εγκαίρως και επεσήμαναν αυτά τα σφάλματα, αλλά ματαίως.
Πώς άραγε αντιδρούσαν οι περισσότεροι Έλληνες, με επικεφαλής τους δημαγωγούς που υπήρχαν σε όλα τα κόμματα, που έγραφαν σε όλες τις εφημερίδες, πουμιλούσαν σε όλα τα καφενεία (που ήταν ας πούμε τα «κανάλια» της εποχής); Αντιδρούσαν με τον στομφώδη πατριωτισμό· όχι μόνο στην αρχή της κρίσης αλλά και στην κορύφωσή της, ακόμη και όταν βρέθηκαν μπροστά στο φάσμα της πτώχευσης. Άρθρο στην εφημερίδα Παλιγγενεσία, Μάιος 1893 :Το επάγγελμα του «πατριώτου» είναι το φθηνότερον όλων, ενίοτε και το καρποφορώτερον
Σεις οι μονοπωλιακοί «πατριώται» φωνάζετε κατά της «χρεωκοπίας» δια να διατηρείτε την τιμήν σας ακεραίαν και το μέτωπον ακηλίδωτον.
Ουδέν ευκολώτερον του να κάμνει κανείς τον μεγαλοπρεπή καιυπερήφανον και να κραυγάζει «Άνευ δανείου και άνευ χρεωκοπίας !», ή «Η Ελλάς θέλει να ζήση και θα ζήση !»
Αφήστε, προς θεού, τα πατριωτικάς εξάρσεις και την «ατίμωσιν της πατρίδος» και την «άτιμον χρεωκοπίαν» και τους«προδότας χρεωκόπους» και τα άλλα μεγαλολογήματα και κενολογήματα».
Και τί λέγουν άραγε οι «πατριώται» ; Να τι τους καταλογίζει ο αρθρογράφος :[... λέγουν,] «Πρέπει να ελαφρυνθούν οι έμμεσοι φόροι ! Πρέπει να καταργηθούν οι δασμοί ! Ο λαός εγονάτισε!» Εννοούν δηλαδή οι κύριοι και το φρούριον να μη παραδοθεί και αυτοί να μη πεινάσουν. Οι τοιούτοι έξυπνοι λέγονται «φιλοπάτριδες», οι άλλοι, οι αφελείς, οι ειλικρινείς, οι βλέποντες ότι φυσικώς αδύνατον είναι να υπάρξη άλλη λύσις ή της υπερτάτης θυσίας, αυτοί είναι οι «προδόται». Αλλά τοιούτοι «προδόται» ωφελούν τηνπατρίδα περισσότερον παρά η αερώδης φιλοπατρία [των άλλων].
Την ίδια κρίσιμη περίοδο, αρκετοί εχέφρονες άνθρωποι υποστήριζαν ότι η υποτίμηση και η πτώχευση μπορούσαν να αποφευχθούν με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Ο καθηγητής της «Πλουτολογίας» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννης Σούτσος έγραφε ότι η χώρα, ήδη από το 1879, είχε εισέλθει εις την οδόν την ευθέως άγουσαν προς την εν Κωνσταντινουπόλει και την εν Αιγύπτω συστηματο-ποιηθείσαν χρεωκοπίαν. Η κατάστασις [σήμερον] δύναται να σωθή δι’ οικονομιών και νέων φόρων.Ο Σούτσος δεν ήταν δημαγωγός, ο άνθρωπος, οικονομολόγος ήταν. Ναι μεν καταδίκαζε τους κεφαλαιούχους, αλλά κατηγορούσε ανοιχτά και τονυπερδανεισμό του κράτους· και διατύπωσε την επιστημονική του κρίση συνδυάζοντας τους δύο καθοριστικούς και αλληλένδετους παράγοντες της υποτίμησης: την κερδοσκοπία, αλλά και την υπερχρέωση.Δύο αλληλένδετοι παράγοντες πού συνδέονταν όμως με έναν τρίτο: το προβληματικό φορολογικό σύστημα.
Ο ίδιος ο Ανδρέας Συγγρός ομολογούσε το1880, σε μια κοινοβουλευτική του αγόρευση:«Εγώ, Κύριοι, εἶμαι σχεδὸν ἀφορολόγητος».Θα μπορούσε να το ξαναπεί και το 1893 και το 1903.Η πολιτική του Τρικούπη έχει βέβαια μείνει στην ιστορία ως «φορομπηχτική». Αυτό είναι εν μέρει μόνο ακριβές. Ο Τρικούπης επέβαλε κυρίως εμμέσους φόρους, ενώ θα μπορούσε να ασκήσει μακρόπνοη και αποτελεσματική πολιτική περιστολής του ελλείμματος μόνο με ένα ισορροπημένο μείγμαηπίων φόρων εισοδήματος, επιτηδεύματος, περιουσίας και κληρονομιών, μαζί με μια ελαφρότερη και πιο ισόρροπη έμμεση φορολογία.
Αλλά και του Δηλιγιάννη η πολιτική δεν διέφερε θεμελιωδώς από την τρικουπική. Το δηλιγιαννικό σύνθημα «κάτω οι φόροι» αφορούσε στουςεμμέσους φόρους και δεν είχε αντίκρισμα σε μια συστηματική πολιτική μείωσής τους με αύξηση των αμέσων. Ουδέποτε πραγματώθηκαν οι συνεχείςεπιβολή σπασμωδικών, παροδικών και χαμηλών φόρων· και η επιβολή εκτάκτων φόρων ειδικώς στην Εθνική και τις άλλες τράπεζες, αλλά με χαμηλότατους συντελεστές και ελάχιστη απόδοση.
Αυτές οι πρακτικές δεν εξαφανίστηκαν βέβαια μετά την κρίση του 19ου αιώνα. Συνεχίζονται έως τις μέρες μας, έστω με παραλλαγές· είναι μια ακόμη«οιονεί σταθερά» της ελληνικής ιστορίας. Θα επανέλθω, αλλά προς το παρόν, ας δούμε τί έγραφε για τους φόρους ο αρθρογράφος μας:
Πώς επιχειρεί ο [υπουργός] κ. Ράλλης να μας πείση περί του οικονομικού του προγράμματος; Ιδού πώς. Ναι μενείναι βαρείς οι φόροι, «αλλ’ο ελληνικός λαός αντέχει διότι είναι λιτός και ουχί σπάταλος» και ακολουθεί το εγκώμιοντης λιτότητος του λαού το οποίον δεν θα ειπή τίποτε άλλο ει μη της αθλιότητος, της πενιχρότητος αυτού,γνωστού όντος ότι όσον απολίτιστος είναι ένας λαός τόσον περισσότερον έχει τον βίον λιτόν – οι αφρικανοί, οιζουλού κλπ. είναι οι λιτότεροι όλων, οι ιδικοί μας καραγκούνιδες είναι βεβαίως πολύ λιτότεροι των σταφιδοπλουσίων Ηλείων και Αχαιών αλλά και πολύ βαρβαρώτεροι. Και επειδή ο λαός, παρ’όλην την μέχρι τούδε λιτότητά τουουδέποτε κατώρθωσε να δώση τους τόκους των εξωτερικών δανείων, τους πληρωθέντας πάντοτε δια νέων δανείων,έπεται ότι δια να τους πληρώνη εις το μέλλον, ως μας υπόσχεται ο κ. Ράλλης, πρέπει να καταστήση τον βίον του ακόμη λιτότερον, τουτέστι να καταντήση εις την βρουβοφαγίαν, εις την περιστολήν της καταναλώσεως του κ.Τρικούπη.
Προφανώς, ο αρθρογράφος είχε στον νού του την ύφεση· αφενός, επειδή υπήρχε και τότε διεθνής ύφεση· αφετέρου, επειδή στην Ελλάδα σοβούσε καιτότε ο φόβος μεγάλης εσωτερικής ύφεσης, αν τα δημοσιονομικά μέτρα παραήταν σκληρά. Ο φόβος ήταν δικαιολογημένος. Διότι δεν υπήρχε το αντίβαρο μιας αναπτυξιακής πολιτικής. Κακώς θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι οι επενδυτικές δαπάνες ήταν τότε υψηλές, λόγω των τρικουπικών έργων. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη για δύο απλούς λόγους. Πρώτον, τα συγκεκριμένα έργα ήταν μεν αναγκαία, αλλά δεν θα είχαν ούτε βραχυχρόνια ούτε βεβαίως άμεση απόδοση. Επρόκειτο κυρίως για τους σιδηροδρόμους. Δεύτερον, οι λεγόμενες «εξωτερικότητες», οι παράπλευρες ευνοϊκές συνέπειες στην οικονομία, δενήταν σημαντικές – π.χ., το τροχαίο υλικό, οι σιδηροτροχιές, ακόμη και η ξυλεία για τις τραβέρσες τους εισάγονταν από το εξωτερικό.
Το πρόβλημα της ύφεσης και της αναπτυξιακής πολιτικής που μπορεί να την αμβλύνει είναι καίριο. Άλλωστε, σήμερα είναι ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στα επόμενα χρόνια, αν και όταν ξεπεράσει την απειλή της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας και της παύσης πληρωμών. Αλλά η σημερινή κρίση δεν είναι το θέμα μου.
Επανέρχομαι, λοιπόν στην ιστορία. Έτσι κι αλλιώς, στην περίοδο 1885-1905 οι δημόσιες επενδύσεις δεν μπορούσαν να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της ύφεσης. Διότι αντιπροσώπευαν πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού ύψους των δαπανών, όπως φαίνεται στους προϋπολογισμούς της τελευταίας εικοσαετίας του αιώνα: από 1,5% έως 3% το πολύ. Το υπόλοιπο το απορροφούσαν, εκτός από τηνεξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, οι στρατιωτικές δαπάνες, οι διοικητικές δαπάνες και οι εκροές για συντάξεις και μισθούς. Η διόγκωση των διοικητικών δαπανών ήταν σύνδρομο δύο κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Η μία ήταν η εξέλιξη του συστήματος πατρωνείας. Η παροχή δημοσίων θέσεων για την προσέλκυση οπαδών υπήρχε από την εποχή του Όθωνα, ιδίως μετά το Σύνταγμα του 1843· και μετά το Σύνταγμα του 1864 είχε καταστεί καίριο όπλο στον αγώνα των πολιτικών δυνάμεων. Η άλλη ήταν η εξέλιξη του ελληνικού κράτους και του πλέγματος εξουσίας που το περιέβαλλε.
Το κράτος έχει πάντοτε την τάση να ενισχύει ολοένα την εξουσία του· έχει δηλαδή μια φυσική τάση αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής. Οι πολιτικές τάξεις, από την πλευρά τους, επιδιώκουν να συμμετέχουν από θέσεως ισχύος στο πλέγμα εξουσίας, ώστε να διατηρούν την εξουσία για λογαριασμό τους αλλά και προς όφελος των κοινωνικών τάξεων που εκάστοτε κυριαρχούν στην κοινωνία, στην οικονομία και στην πολιτική. Επιδιώκουν επίσης να χρησιμοποιούν το κράτος με τους ίδιους στόχους.
Η διατήρηση της εξουσίας εξαρτάται συχνά και άμεσα από τη δημοσιονομική πολιτική, από τουςφόρους και τις δαπάνες. Έτσι, οι οικονομικοί στόχοι μιας κυβέρνησης (και του πλέγματος εξουσίας που την στηρίζει ή την ανέχεται) υποχωρούν συχνάμπροστά στους πολιτικούς στόχους, στο λεγόμενο «πολιτικό κόστος». Με άλλα λόγια, συχνά αν όχι πάντοτε, ο στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής δενείναι η οικονομία· είναι η εξουσία. Η Ελλάδα ούτε τότε ήταν ούτε σήμερα είναι η εξαίρεση.
Θέμα δεμένο επίσης με την εξουσία ήταν οι στρατιωτικές δαπάνες. Διότι, εκτός από οικονομικό, ήταν κυρίως θέμα πολιτικό. Επιπλέον, αφορούσε όχι μόνο στη διεθνή, αλλά και στην εσωτερική πολιτική· επειδή ήταν άμεση συνέπεια του αλυτρωτισμού· και ο αλυτρωτισμός ήταν το θεμέλιο της νομιμοποίησηςτου κράτους, των πολιτικών τάξεων και του πλέγματος εξουσίας.Το 1879, όταν έληξε το εμπάργκο και άνοιξαν οι διεθνείς χρηματαγορές για την Ελλάδα, οι στρατιωτικές δαπάνες εκτοξεύθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη.
Ο πραγματισμός στο θέμα των εξοπλισμών ήταν αδύνατος. Η ακατάσχετη πατριδοκαπηλία και η συμπλεγματική μεγαλομανία είχαν προ πολλού προωθήσειτους φαντασιακούς ορίζοντες του ελληνικού αλυτρωτισμού «ώς την Κόκκινη Μηλιά». Η ήττα του 1897 και το τεράστιο κόστος της αποδεικνύει ότι οιεξοπλισμοί, εντελώς δυσανάλογοι προς τις δυνατότητες της χώρας, ήταν από τους κυριότερους παράγοντες της κρίσης, αλλά και του διεθνούς οικονομικούελέγχου (ΔΟΕ).Όπως οι άλλες πλευρές της κρίσης, έτσι και οι πολεμικές δαπάνες δεν ήταν παροδικό φαινόμενο. Είχαν ξεκινήσει από το 1833.
Ιδού μια ακόμη μαρτυρία, από άλλη εφημερίδα, το Μέλλον. Είναι μάλιστα πολύ πρωιμότερη – 1874 :Η Ελλάς, δαπανήσασα ακάρπως από της συστάσεώς της 300 περίπου εκατομμύρια, τί δεν θα ηδύνατο να πράξη,εξοικονομούσα τα 2/3 ; Μόνιμο φαινόμενο, από το 1833 έως τις μέρες μας – συνεχώς.
Ας έλθουμε τώρα στη διεθνή κρίση του 1929. Για την Ελλάδα, η κρίση δεν άρχισε το 1929, αλλά το 1920. Πολύ πριν, ήδη από το 1905, η δραχμή είχε συνέλθει από την «πτώχευση» του 1893 και είχε επανέλθει σε πλήρη ισοτιμία με το χρυσό φράγκο, χάρη στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ). Οι εμφανείς και αφανείς εισροές από την ελληνόκτητη ναυτιλία, την ανθούσα διασπορά και τα μεταναστευτικά εμβάσματα, κάλυπταν ως συνήθως τα ελλείμματα τουεμπορικού ισοζυγίου.17 Έως το 1920, η οικονομία αναπτυσσόταν ταχύτατα παρά τους πολέμους αλλά και λόγω των πολέμων, δυστυχώς – πόλεμος πάντωνπατήρ.
Οι διεθνείς χρηματαγορές και η Εθνική Τράπεζα δάνειζαν αφειδώς το κράτος. Το μεγαλύτερο μέρος των νέων δανείων το απορροφούσαν όπως πάντα οι στρατιωτικές δαπάνες. Ήταν άλλωστε αναπόφευκτες μέσα στον βαλκανικό αλυτρωτισμό εκείνης της εποχής και στο ακραία εθνικιστικό καιφιλοπόλεμο κλίμα που επικρατούσε στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο.
Έτσι, τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος έφθασαν σε πρωτοφανές επίπεδο.Η κρίση επήλθε, άλλη μια φορά, με ελληνοτουρκικό πόλεμο.Το 1920 η μικρασιατική εκστρατεία μπήκε στην τελευταία και δραματική φάση της. Ο ευρωπαϊκός τύπος πιθανολογούσε ότι Αγγλία και Γαλλία θα απέσυραν την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα με αίτιο η πρόσχημα την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Οι αγορές ακολούθησαν· απέσυραν την εμπιστοσύνητους στη δραχμή, προεξοφλώντας την κρίση. Ελληνικές και ξένες τράπεζες, ακόμη και ιδιώτες, διενεργούσαν πράξεις λίγο ή πολύ κερδοσκοπικές, ψυχρές ήπανικόβλητες. Η ήττα επαλήθευσε τις προβλέψεις τους.
Μεταξύ 1920 και 1922, η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 85%.Η καταστροφή σώρευσε νέα, απρόβλεπτα δεινά. Για ν’αντιμετωπίσει τις πρώτες, άμεσες ανάγκες, το κράτος ανέστειλε τη μετατρεψιμότητα της δραχμής και τις πληρωμές για το χρέος, έκοψε στα δύο το χαρτονόμισμα, αντάλλαξε το μισό με ομόλογα, επέβαλε δρακόντειους περιορισμούς στις τράπεζες και στις συναλλαγές. Αλλά δεν μπόρεσε να περιορίσει αρκετά τις δαπάνες, ιδίως τις στρατιωτικές· ούτε τόλμησε ν’αυξήσει τους φόρους όσο απαιτούσε η κρίση.
Το 1926, το ποσοστό της υποτίμησης είχε αυξηθεί στο 93%. Από τα έξι εκατομμύρια των κατοίκων της το 26%, κάπου 1 350 000 άνθρωποι, ήταν τώρα πρόσφυγες και «ανταλλάξιμοι». Το οικονομικό βάρος για την αποκατάστασή τους ήταν τεράστιο. Στο μεταξύ, όμως, τα μέτρα είχαν αρχίσει ν’αποδίδουνκαι ορισμένα νέα δάνεια είχαν ελαφρύνει την πίεση στο δημόσιο ταμείο.
Το 1924, η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) σε συνεργασία με τον ΔΟΕ, είχε επιτρέψει δάνειο για την αποκατάσταση των προσφύγων. Είχε επίσης ενθαρρύνει τον εσωτερικό δανεισμό, ομολογιακό και τραπεζικό, καθώς και εξωτερικά δάνειαγια δημόσια έργα. Έτσι, οι κυβερνήσεις του 1926-1927 πέτυχαν επιτέλους έναν συμβιβασμό για το χρέος, αντιπροσφέροντας μερική επανάληψη τωνπληρωμών.
Ο συμβιβασμός, και κυρίως η σκληρή εργασία των απλών πολιτών, αυτοχθόνων και προσφύγων, τόνωσαν την πραγματική οικονομία καιέφεραν νέες καταθέσεις στις τράπεζες. Μεταξύ 1926 και 1931, η υποτίμηση σταμάτησε και η δραχμή παρέμεινε σταθερά υποτιμημένη γύρω στο 93%.Το 1928, επομένως, η νέα κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου είχε παραλάβει την οικονομία σταθεροποιημένη, έστω και επί ξηρού ακμής.
Τα θεσμικά μέτρα της για την εξυγίανση του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος ήταν ρηξικέλευθα. Το 1928, η ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) περιόρισετην κυριαρχία της Εθνικής στο τραπεζικό ολιγοπώλιο που κερδοσκοπούσε έως τότε στο νόμισμα και ρύθμιζε τους όρους δανεισμού δημοσίου και ιδιωτών.Το 1930, με τη σύμβαση της Χάγης, η κυβέρνηση πέτυχε έναν ευνοϊκό συμβιβασμό για τα δάνεια των συμμάχων κατά τον παγκόσμιο πόλεμο.
Το 1931, μετη στήριξη της ΚτΕ και σε συνεργασία με την ΤτΕ, η κυβέρνηση είχε πλέον θέσει το τραπεζικό σύστημα υπό έλεγχο. Τράπεζες και κρατικά ταμείαυποχρεώθηκαν να καταθέτουν τμήμα των αποθεμάτων τους στην ΤτΕ, αυξάνοντας τις δυνατότητές της να στηρίξει το σύστημα, σε περίπτωση πανικού, ως«δανειστής έσχατης καταφυγής» - lender of last resort.Έτσι, το 1929 η διεθνής χρηματιστηριακή κρίση ναι μεν εκλόνισε και την Ελλάδα, αλλά ο αντίκτυπος στην οικονομία της δεν ήταν ολέθριος, όπως ήταν στις βιομηχανικές χώρες.
Το τραπεζικό ολιγοπώλιο επέτεινε βεβαίως τον πόλεμο κατά της ΤτΕ και την κερδοσκοπία, αλλά δεν επέφερε καταστροφή. Αυτή είχε άλλωστε επέλθει από το 1922, και έως το 1926 οι δυσμενείς προβλέψεις των αγορών είχαν ήδη προεξοφλήσει την υποτίμηση. Αν όμως η οικονομία άντεξε την χρηματιστηριακή κρίση, ήταν αδύνατο ν’αντέξει τον τυφώνα της παγκόσμιας ύφεσης που ακολούθησε. Το 1931, η ύφεση προκάλεσε νέες κρίσειςστην Αυστρία και στη Γερμανία.
Τον Σεπτέμβριο, η κρίση του αποθεματικού νομίσματος εκείνης της εποχής, της στερλίνας, ανάγκασε τη Μ.Βρετανία ναεγκαταλείψει τον κανόνα χρυσού. Οι συνέπειες ήταν πρωτοφανείς: πανικός στο σχεδόν νεογέννητο Χρηματιστήριον Αθηνών, ανοργάνωτο ακόμη καιανεξέλεγκτο· και συνωστισμός πανικόβλητων καταθετών στα ταμεία των τραπεζών.28 ‘Ετσι, τα διαθέσιμα των τραπεζών άρχισαν να εξανεμίζονται, όπως καιτο απόθεμα που είχε σωρεύσει η χώρα σε συνάλλαγμα και χρυσό.
Οι συνέπειες αυτές ήταν εξηγήσιμες. Η ανασυγκρότηση δεν είχε ολοκληρωθεί, η οικονομία ήταν ακόμη αναιμική, το δημόσιο ταμείο ήταν ακόμη άδειο,η κεντρική τράπεζα ακόμη δεν διέθετε ούτε το νομισματικό απόθεμα ούτε το θεσμικό οπλοστάσιο που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η κυβέρνηση και η ΤτΕ αντέδρασαν με σκληρότερα μέτρα. Οι εξαγωγές κεφαλαίου απαγορεύθηκαν. Οι εξαγωγείς υποχρεώθηκαν να καταθέτουν στην κεντρική τράπεζα τιςσυναλλαγματικές τους εισπράξεις και οι τράπεζες τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, σε τιμή μειωμένη κατά 20%. Δρακόντειοι περιορισμοί περιόρισαν τιςεισαγωγές, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης. Οι φόροι έφθασαν στο απροχώρητο.
Τα μέτρα προκάλεσαν οξύτατο πρόβλημα ρευστότητας. Βεβαίως, η κεντρική τράπεζα είχε επιτέλους τα μέσα και τα όπλα που χρειαζόταν για να παίξειτον ρόλο του lender of last resort, να διασώσει έτσι το τραπεζικό σύστημα και να καθησυχάσει κάπως τους πανικόβλητους καταθέτες. Αλλά το κράτος δεν έβρισκε πλέον τα δανειακά κεφάλαια που χρειαζόταν για να συνεχίσει τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων - ούτε βεβαίως στη διεθνή ούτε στην εγχώρια αγορά.
Τον Απρίλιο του 1932 η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως και οριστικώς τον χρυσό και ανέστειλε πάλι τις πληρωμές των χρεολυσίων και εν μέρει των τόκωντου δημοσίου χρέους. Είπαμε ότι η κυβέρνηση είχε παραλάβει την οικονομία επί ξηρού ακμής. Πράγματι, ο παραμικρός κλονισμός μπορούσε να την καταστρέψει· και αυτό που ακολούθησε, μετά το 1929, ήταν σεισμός· ήταν όχι μόνο η μεγαλύτερη κρίση του 20ού αιώνα, αλλά και η βαθύτερη ύφεση της σύγχρονης ιστορίας.
Με αυτά τα δεδομένα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης ήταν κατά κανόνα ορθοί. Ο οικονομολόγος της εποχής μας θα μπορούσε εκ των υστέρων να επικρίνει πολλά·ο ιστορικός, όχι· επειδή αυτά που τότε συνέβησαν, τα κρίνει με τα κριτήρια εκείνης της εποχής και όχι της δικής του. Εκείνη την ιστορική στιγμή, μεταξύ1929 και 1932, το New Deal δεν υπήρχε· το ευρύ κοινό αγνοούσε τον Κέϋνς· και οι περισσότεροι οικονομολόγοι τον εγνώριζαν λίγο και τοναναγνώριζαν ελάχιστα. Επιπλέον, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων ήταν άνθρωποι φτωχοί ή πάμπτωχοι· και όλοι οι Έλληνες ήταν βαθιά κλονισμένοι από μια δεκαετία πολέμων.
Εξ άλλου, όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου αντιμετώπιζαν με φόβο την έξοδο από τον κανόνα χρυσού. Οι περισσότερες τη θεωρούσαν έσχατη λύση –ένα είδος εγκατάλειψης του πλοίου με την ελπίδα σωτηρίας στα σωσίβια. Το ίδιο δίλημμα αντιμετώπισε και η ελληνική κυβέρνηση. Δίστασε να εγκαταλείψειτον χρυσό, αφού η προοπτική και μόνο αρκούσε για να εξανεμίσει τα αποθέματά της και να την αποκλείσει από τις αγορές κεφαλαίου - και το αποφάσισεεπτά μήνες μετά την Αγγλία. Αλλά η καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένη· διότι, απλούστατα, οι πολιτικές των δύο χωρών δεν είναι συγκρίσιμες.
Εγκαταλείποντας τον χρυσό, η Ελλάδα κήρυττε οριστική πτώχευση και έμπαινε στον μονόδρομο μιας σχεδόν αδύνατης «αυτοδύναμης» ανάπτυξης, χωρίς ελπίδα να προσελκύσει φθηνά ξένα κεφάλαια. Ενώ η Αγγλία διέθετε την οικονομική ενδοχώρα της αυτοκρατορίας, στην οποία αναδιπλώθηκε για ναπροστατεύσει την οικονομία της. Έπειτα, η λίρα ήταν και θα παρέμενε αποθεματικό νόμισμα (γι αυτό άλλωστε οι μεταγενέστερες ελληνικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να προσδέσουν ουσιαστικώς τη δραχμή στη στερλίνα και ν’ακολουθούν τις διακυμάνσεις της – ώστε να καθησυχάσουν τις αγορές).
Κατά κάποιον τρόπο, η απόφαση των Βρετανών ήταν παρόμοια με την απόφαση των Αμερικανών το 1971, απόφαση εξαιρετικά ωφέλιμη για την Αμερική έως τιςμέρες μας. Η σημαντικότερη ίσως διαφορά της εποχής εκείνης από τη σημερινή αφορούσε στην οικονομική θεωρία και πρακτική. Η ύφεση εκθρόνισε τον φιλελευθερισμό που κυριαρχούσε στα προηγούμενα ογδόντα χρόνια. Τον αντικατέστησαν, σε πλανητική κλίμακα, ο κρατικός παρεμβατισμός και ο προστατευτισμός. Οι νέες αυτές ιδεολογίες επέφεραν ευνοϊκές συνέπειες αλλά και παράπλευρες ζημίες, με μίγμα διαφορετικό ανάλογα τις ιστορικές εξελίξεις σε κάθε χώρα.
Στην ελληνική ύπαιθρο, η υποτιμημένη δραχμή αύξησε τη σιτάρκεια και στήριξε εξαγωγικές καλλιέργειες. Η νέα Αγροτική Τράπεζα χρηματοδότησε και οργάνωσε τους αγρότες σε συνεταιρισμούς. Οι δασμοί επιδότησαν προϊόντα που διαφορετικά θ’αντιμετώπιζαν οξύ ανταγωνισμό. Μακροχρονίως, όμως, οι αγρότες εθίζονταν όλο και περισσότερο στην κρατική προστασία και αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, τον εκσυγχρονισμό καιτην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών.
Στη βιομηχανία, οι σχεδόν απαγορευτικοί δασμοί και οι περιορισμοί των εισαγωγών αύξησαν την αξία της παραγωγής. Ο τεράστιος προσφυγικόςπληθυσμός, εκτός από την εργασία του, εισέφερε και μια εξαιρετικά αυξημένη ζήτηση σε εκείνα τα βασικά αγαθά που μπορούσαν να παράγουν οι αγρότεςκαι οι εγχώριες βιομηχανίες. Μακροχρονίως, όμως, οι βιομήχανοι εθίζονταν στον δασμοβίωτο πλουτισμό και αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα και τη διεθνή προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεών τους.
Στο εμπόριο, η ανάπτυξη ολιγοπωλίων τροφοδοτούσε υπερκέρδη και αφανή πληθωρισμό. Εξάγοντας παρανόμως συνάλλαγμα και επανεισάγοντας έναμέρος του για να το πουλήσουν στη μαύρη αγορά, οι εξαγωγείς τροφοδοτούσαν με παράνομο συνάλλαγμα το εισαγωγικό εμπόριο.
Η ελληνόκτητη ναυτιλία απέφυγε την απομόνωση. Κατά παράδοση άλλωστε αψηφούσε τα σύνορα και στηριζόταν στην παγκόσμια αγορά και σεφιλόξενες σημαίες. Παρά τις πολεμικές απώλειες και την ύφεση, διατήρησε μια από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. Από κοντά, ο στόλος υπό ελληνική σημαία ανέβηκε το 1938 στην έννατη θέση από την ενδέκατη που κατείχε το 1914.
Στο μεταξύ, ο αφανής πληθωρισμός της υποτίμησης κατέτρωγε τα εισοδήματα των φτωχοτέρων. Ήταν η συγκαλυμένη, «κρυφή» φορολογία πουσυνοδεύει κατά κανόνα τις υποτιμήσεις. Η εσωστρεφής ανάπτυξη, έστω περιορισμένη, αύξανε κυρίως τα εισοδήματα των πλουσίων και των μικρομεσαίων·και παρά τις περιορισμένες έστω επενδύσεις που απέδιδαν τα αυξανόμενα εισοδήματα των πλουσίων, τα εισοδήματα των φτωχοτέρων στρωμάτωνπαρέμεναν καθηλωμένα και διαιώνιζαν την ύφεση.
Συμπερασματικά, το 1932 η Ελλάδα μπόρεσε να κάνει ό,τι και άλλες χώρες, οικονομικά ισχυρότερες: να υποτιμήσει το νόμισμά της, να οχυρωθεί μέσαστα σύνορά της και να περιμένει, έστω βυθισμένη στον φαύλο κύκλο της εγχώριας ύφεσης, ελπίζοντας να περάσει κάποτε η κρίση, ν’ανοίξουν οι ξένεςαγορές και να δανειστεί ξένα κεφάλαια ώστε να περάσει στον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης.
Η διεθνής κρίση δεν πέρασε όπως φαντάζονταν οιοικονομολόγοι· απλώς την εξουδετέρωσαν οι ιλιγγιώδεις δαπάνες για τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τίμημα εκατομμύρια νεκρούς. Και η Ελλάδα δενπρόφτασε να πραγματώσει τις ελπίδες της· τις έσβησαν η κατοχή και ο εμφύλιος.
Ας θυμηθούμε τον αρθρογράφο που έλεγε, το 1893, ότι οι εξοντωτικοί φόροι θα καταδίκαζαν τους φτωχούς στη χορτοφαγία. Ποιους εννοούσε άραγε;Τους αγρότες; Όχι· εννοούσε τους φτωχούς των πόλεων. Εδώ έχουμε άλλη μια «οιονεί σταθερά» της νεοελληνικής ιστορίας: 1864-2010· τη συνοψίζω όπως περίπου την έχω διατυπώσει σε βιβλίο του 1993.
Το καθεστώς της βαριάς και μακραίωνης φορολόγησης των αγροτικών στρωμάτων ανατράπηκε λίγες δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία. Η ανατροπή συμπίπτει με την ανατροπή της απολυταρχίας και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Έτσι, πριν από την τομή αυτήν διαγράφεται μία μακρότατη περίοδοςιστορικής συνέχειας: 600 και πλέον χρόνια βαριάς φορολογίας, από τον βυζαντινό 13ο αιώνα και μέσω της οθωμανικής περιόδου, έως την πτώση του Όθωνακαι την εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της καθολικής ανδρικής ψήφου, με το Σύνταγμα του 1864.
Μετά την τομή του εκδημοκρατισμούκαι μέσα σε λίγες δεκαετίες, επιταχύνεται η νέα τάση ή οποία, έως το 1940, θα έχει πλέον απαλλάξει ουσιαστικώς από την άμεση φορολογία τους αγρότες -την πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη της χώρας, που ήταν, έως τότε, και η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.Στο ίδιο περίπου διάστημα αυξανόταν όλο και περισσότερο η φορολόγηση των αστικών στρωμάτων χαμηλού εισοδήματος.
Αυτό επιτυγχανόταν κυρίωςμε τη συνεχή διόγκωση των εμμέσων φόρων· και μετά το 1920, με την ολοένα αυξανόμενη άμεση φορολόγηση των μισθωτών. Από τη δεκαετία του 1920 έως σήμερα, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι συνεισφέρουν σταθερά το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων του κράτους από αμέσους φόρους.
Ενώ στα πρώτα χρόνια της ζωής του ελληνικού κράτους ο πληθυσμός της υπαίθρου εισέφερεστο δημόσιο ταμείο σχεδόν το σύνολο των αμέσων φόρων, από την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού το 1864 και ύστερα η συμμετοχή του άρχισε ναπέφτει με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς για να φτάσει σε ποσοστό μόλις 20% το 1933. Το 1955 η επιβάρυνσή του είχε πλέον μηδενιστεί.
Στο μεταξύ, διατηρήθηκε σταθερά η παραδοσιακή υποφορολόγηση των ανωτέρων τάξεων Έως το 1912, τα αστικά στρώματα υψηλού εισοδήματος πλήρωναν μόνον εμμέσους φόρους που αντιστοιχούσαν σε ασήμαντο ποσοστό των εισοδημάτων τους. Άξιοι λόγου φόροι εισοδήματος και περιουσίας εμφανίστηκαν μόνο μετά το 1920, αλλά επεβάρυναν ελάχιστα τους εύπορους.
Μόλις το 1955 θεσπίστηκε προοδευτικός φόρος εισοδήματος, και μάλιστα με υψηλούς συντελεστές· αλλά η επιβάρυνση των ευπόρων παρέμεινε και τότε περιορισμένη, λόγω συστηματικής φοροδιαφυγήςκαι νόμιμης φοροαποφυγής.Ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν σε αυτό το φορολογικό σύστημα, άλλες δεν την είχαν. Οι εύποροι τωνπόλεων προσαρμόζονταν καλύτερα από όλους: διέφευγαν εύκολα τους αμέσους φόρους και ευχαρίστως κατέβαλλαν την ασήμαντη γι’ αυτούς επιβάρυνσητων εμμέσων.
Οι αγρότες προσαρμόζονταν εύκολα, αποφεύγοντας τους εμμέσους φόρους με την αυτοκατανάλωση, την ανταλλαγή εις είδος και τομικρολαθρεμπόριο, ενώ συνάμα το κράτος τους απήλλασσε βαθμιαίως από τους αμέσους φόρους. Οι φτωχότεροι κάτοικοι των πόλεων δεν είχαν σχεδόνκαμιά δυνατότητα προσαρμογής· ούτε τους εμμέσους φόρους μπορούσαν να αποφύγουν ούτε τους αμέσους να διαφύγουν, αν ήταν μισθωτοί· μπορούσαν να τους αποφύγουν μόνο οι σχετικώς ευκατάστατοι μικροεπαγγελματίες, κυρίως με τη φοροδιαφυγή.
Η φορολογία εισοδήματος και κληρονομιών στην Ευρώπη, από τον 18ο αιώνα έως τα μέσα του20ού. Δείχνουν την Ελλάδα να είναι από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που θεσπίζουν τέτοιους φόρους και έως το 1933, να φορολογεί με πολύ χαμηλούςσυντελεστές. Από εκεί και ύστερα, η φοροδιαφυγή αποκλείει τη σύγκριση – δεν χρειάζεται, άλλωστε, είμαστε πλέον αναγνωρισμένοι πρωταθλητές. Είπαμε, η ιστορία δεν διδάσκει, τουλάχιστον στη χώρα μας. Τις ιστορικές εξελίξεις που περιγράφω εδώ τις έχω δημοσιεύσει, μαζί με σχετικά στοιχεία,εδώ και 33 χρόνια – και τις έχω συγκεντρώσει σε βιβλίο από το 1993.
Τότε οι περισσότεροι Έλληνες δεν αγνοούσαν μόνο αυτό το ιστορικό παρελθόν (καιτο αγνοούν ακόμη)· αγνοούσαν επίσης ότι αυτή ήταν και η τρέχουσα πραγματικότητα την οποία εβίωναν· και όσοι την ήξεραν, την αποσιωπούσαν αιδημόνως. Χρειάστηκε σχεδόν μια γενιά για να γίνει κοινός τόπος αυτή η τρέχουσα πραγματικότητα. Ελπίζω να μη χρειαστεί άλλη μία γενιά για να αλλάξει.
Το πρόβλημα, όμως, δεν περιορίζεται στο ευρύτερο κοινό, στη μεγάλη πλειονότητα. Υπάρχει και σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού λιγότεροπολυπληθείς, αλλά πολύ σημαντικές για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής. Τις ίδιες αυτές ιστορικές εξελίξεις,μολονότι δημοσιευμένες, τις αγνοούν οι μυριάδες των πτυχιούχων πανεπιστημίου - ιστορικών, αρχαιολόγων, φιλολόγων, πολιτειολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων πολλών. Τις αγνοούν επίσης οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν ιστορία στα σχολεία μας. Δεν τις έχουν βεβαίως υπ’όψη τους οιπερισσότεροι οικονομολόγοι μας και, δυστυχώς, πολλοί επαγγελματίες ιστορικοί, πανεπιστημιακοί και μή.
Το ίδιο αγνοημένες είναι σήμερα και οι ευρύτερες επιπτώσεις των ιστορικών αυτών εξελίξεων μέχρι τις μέρες μας, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές. Τις περιέγραψα στο ίδιο αυτό βιβλίο του 1993 και τις επανέλαβα προσφάτως, συμπληρωμένες και εμπλουτισμένες, στην Ιστορία του ΕλληνικούΚράτους. Ας μου επιτραπεί, τελειώνοντας, να τις παραθέσω σχεδόν επί λέξει.
Η υπερφορολόγηση των κατωτέρων αστικών στρωμάτων αντισταθμίστηκε με ένα είδος κρατικών «αντιπαροχών». Το κράτος στήριξε την οικονομική και κοινωνική τους άνοδο με πολλαπλούς τρόπους: με τα συντεχνιακά μικροπρονόμια που κατά καιρούς τους επεδαψίλευε· με την ανυπαρξία κτηματολογίου, το έλλειμμα χωροτακτικής πολιτικής και την ανοχή των καταπατήσεων γης και της αυθαίρετης δόμησης· και, κυρίως, με την πρόσδεσημεγάλων τμημάτων του μικροαστικού στρώματος στον κρατικό μηχανισμό μέσω των προσλήψεων.
Η τελευταία αυτή τακτική εγκαινιάστηκε επίσης κατά τον 19ο αιώνα. Το 1911 προστέθηκε, δικαίως κατ’αρχάς, η συνταγματική καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Στον Μεσοπόλεμο, η δεύτερη απασχόλησή τους άρχισε να γίνεται κοινωνικώς αποδεκτή και διοικητικώς ανεκτή. Στη μεταπολεμική περίοδο τα εισοδήματά τους από τη δεύτερη απασχόληση αγνοήθηκαν και παρέμειναν αφορολόγητα.
Από το 1967 και μετά, στις εκατοντάδες χιλιάδες των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων άρχισαν να προστίθενται οι δεκάδες χιλιάδων των «εκτάκτων» τους οποίους διόριζαν οι κατά καιρούς κυβερνήσεις. Από αυτούς, ορισμένους τους απέλυαν άλλες κυβερνήσεις όταν ανέρχονταν στην εξουσία. Άλλους, τους περισσότερους, είτε τους διατηρούσανπροσωρινώς είτε τους μονιμοποιούσαν.
Παραλλήλως, τα οφέλη της δωροληψίας, που με τόση γενναιοδωρία ανεχόταν πλέον το κράτος, συμπλήρωναν τους χαμηλούς μισθούς. Πολλά από αυτά έχουν γίνει πλέον κοινοί τόποι στις μέρες μας· πριν από είκοσι χρόνια, όμως, ήταν σχεδόν άγνωστα· και σήμερα, όλοι σχεδόν αγνοούμε ακόμη πόσο παρατεταμένη και μακρόσυρτη ήταν η ιστορία τους.
Το κόστος των «αντιπαροχών» του κράτους προς τα μικροαστικά στρώματα ήταν βεβαίως τεράστιο. Από την άλλη πλευρά, οι παροχές αυτές προώθησαν την οικονομική και κοινωνική άνοδο των στρωμάτων αυτών, υπηρετώντας μια ιδεολογία που προϋπήρχε στην ελληνική κοινωνία από τον 18οαιώνα. Αυτή ήταν μια θετική συνέπεια.
Αλλά οι παροχές δεν είχαν μόνο οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, θετικές και αρνητικές. Είχαν παράλληλες και ακόμη σημαντικότερες συνέπειες στο πεδίο των ιδεών και των αξιών· και οι επιπτώσεις αυτές ήταν μόνο αρνητικές.Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα ενεγράφη στην ευρύτερη ιδεολογία όλων των κοινωνικών τάξεων όχι μόνον ως ιδεολόγημα «προκοπής», αλλά και ως σημαντικό στοιχείο του αξιακού συστήματος και ως τρόπος ζωής. Η άνοδος άρχισε να θεωρείται σκοπός που επέτρεπετη χρήση οποιουδήποτε μέσου. Η τάση αυτή συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, διαβρώνοντας τα παραδοσιακά αξιακά συστήματα τωναγροτικών και των αστικών κοινωνιών του παρελθόντος και εγκαθιστώντας στη θέση τους, ανεπαισθήτως, ένα νέο σύστημα αξιών.
Έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα εξακολούθησε να παίζει και τον εξισορροπητικό της ρόλο, όπως ήταν φυσικό.Εξακολούθησε να αμβλύνει την αίσθηση των ανισοτήτων και των αδικιών και να συγκρατεί τη διεκδικητικότητα, τον ριζοσπαστισμό και, τελικώς, τηνεπαναστατικότητα των κατωτέρων αστικών στρωμάτων. Η ισορροπία αυτή δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Άλλωστε ο πόλεμος, η γερμανική, ιταλική και βουλγαρική κατοχή της χώρας, το χάος του υπερπληθωρισμού, ο λιμός στην πρωτεύουσα και ο διχασμός της αντίστασης κατέληξαν στο δράμα του εμφυλίουπολέμου και ανέτρεψαν εκ θεμελίων τις κοινωνικές δομές της χώρας.
Μετά την απελευθέρωση η δημογραφική, κοινωνική και οικονομική αποδυνάμωση των μεσοαστικών και μεγαλοαστικών στρωμάτων, η διάβρωσή τουςμε τα νέα στρώματα των «πλουτισάντων επί κατοχής» και των δοσιλόγων (είτε έδωσαν λόγο είτε όχι), οι αυξημένες οικονομικές ανισότητες, ο αυταρχισμόςτων κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων που συνέχισαν και κέρδισαν τον εμφύλιο πόλεμο, ο υπόκωφος κοινωνικός και πολιτικός διχασμός που ακολούθησε καιη χαριστική βολή της δικτατορίας του 1967-1974, ανέτρεψαν οριστικώς και το αξιακό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας.
Μετά το 1967, η άνοδος πάση θυσία, ακόμη και με τρόπους ημινόμιμους ή και παράνομους, άρχισε να καθιερώνεται ως συνήθης πρακτική και να γίνεται ολοένα και πιο αποδεκτή από τηνκοινωνία στο σύνολό της. Από το 1980 και ύστερα, την πρακτική αυτή τη στήριξε ο λαϊκισμός και η δήθεν επαναστατικότητα της μεταπολίτευσης· και από το1990 και ύστερα, την περιέβαλε η πορφύρα της «φιλελεύθερης» ιδεολογίας, σε αντιφατική, αλλά αγαστή συνύπαρξη με τη δήθεν επανασταστικότητα.
Έτσι η ελληνική κοινωνία οδηγήθηκε σε παροξυσμό ανομίας, στον πόλεμο όλων εναντίον όλων και σε κρίση βαθιά και αναπόδραστη.Σε αυτήν την εξέλιξη, βεβαίως, συνετέλεσαν και άλλα, γενικότερα αίτια, κοινά σε όλον τον δυτικό κόσμο: η ταχύτητα της τεχνικής μεταβολής· η χαοτική ανάπτυξη των νέων επικοινωνιακών μέσων σε συνδυασμό με την παρακμή των παλαιών· οι εκ θεμελίων ανατροπές των αξιακών συστημάτων, μετην ταυτόχρονη αποδοχή του πλούτου και της βίας ως αξιών και μάλιστα θεμελιωδών· οι ραγδαίες μεταλλαγές των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων· η συνεχιζόμενη απαιδευσία των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, ιδίως των μεταναστευτικών· η αλλοτρίωση των μικροαστικών τάξεων, με την υποταγήτους στον φετιχισμό της κατανάλωσης και του χρήματος· η αυξανόμενη μεταβλητότητα των πλεγμάτων εξουσίας· η άνοδος απαίδευτων, ανίκανων αλλά καιαδίστακτων κοινωνικών και πολιτικών αρχηγεσιών, με βραχυπρόθεσμους ορίζοντες στην άσκηση πολιτικής και εξουσίας· η προϊούσα διεθνοποίηση τουμεγάλου κεφαλαίου και η ασυδοσία του στον 21ο αιώνα.
Τα αίτια αυτά δεν είναι τα μόνα, ασφαλώς. Και μαζί με άλλα που δεν είναι ακόμη εμφανή, συνθέτουν την απαρχή μιας μείζονος και παγκόσμιας μεταβολής των κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων, της δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης. Επανέρχομαι τώρα στο βιβλίο του 1993 και τελειώνω με τις τελευταίες, συμπερασματικές φράσεις του· μας δείχνουν, άλλη μια φορά, ότι η Ιστορία δεν διδάσκει απολύτως τίποτε στους ανιστόρητους και στους αμνησιακούς:
Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα εκατόν πενήντα χρονια της ζωής της ήταν βαρύ καιπολυσύνθετο. Τίμημα οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγωπατρωνείας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές χάριν σοβινιστικής πλειοδοσίας. Τίμημα πολιτικό: μια δημακρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα πολιτισμικό: μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος.
Η αναστροφή της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη, είτε με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη.
*ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΔΕΡΤΙΛΗΣ
Μέλος της Ευρωπαϊκής ΑκαδημίαςDirecteur d’études, École des Hautes Études en Sciences Sociales, ParisΟμότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ο Γιώργος Δερτιλής σπούδασε Δημόσιο Δίκαιο και Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα, Πολιτική Θεωρία και Ιστορία στην Αγγλία (1973-1977). Από το 1978 έως το 2000 δίδαξε Ιστορία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου εξελέγη ομοφώνως υφηγητής το 1980 και τακτικός καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών το 1983.
Έχει διδάξει ως εκλεγμένος επισκέπτης καθηγητής στο Harvard, στην Οξφόρδη και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Το 2000 εξελέγη τακτικός καθηγητής (directeur d’études) στην École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι και παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου ανακηρύχθηκε, το 2003, ομότιμος καθηγητής.Έχει διατελέσει μέλος του Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Ερευνας και των επιστημονικών ή διοικητικών συμβουλίων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, των Γενικών Αρχείων του Κράτους, του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης και των γαλλικών ιδρυμάτων Les Treilles (Schlumberger) και Maison Suger.
Δώδεκα βιβλία και σαράντα περίπου άρθρα του, έχουν δημοσιευθεί ή μεταφραστεί στην ελληνική, αγγλική, γαλλική, ισπανική και ιταλική γλώσσα. Το 1989 η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Επιστημών (Academia Europaea) εξέλεξε τον Γιώργο Δερτιλή τακτικό μέλος της. Το 2003, η Γαλλική Δημοκρατία του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής.
http://thenewmail25.blogspot.com/2010/08/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου